εξοργισμός

εξοργισμός
ο
η εξόργιση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνίσμα — κνίσμα, τὸ (Α) [κνίζω] 1. στον πληθ. τὰ κνίσματα α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.) β) μτφ. έριδες, τσακωμοί 2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός 3. θραύσμα, τρίμμα …   Dictionary of Greek

  • κνισμός — ο (Α κνισμός) [κνίζω] κνησμός, φαγούρα αρχ. 1. εξοργισμός, εξερεθισμός 2. (στους εραστές) φιλονικία 3. είδος χορού 4. είδος αυλήσεως …   Dictionary of Greek

  • τσίνισμα — το, Ν 1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός β) δυσανασχέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • φούρκισμα — το, ΝΜ [φουρκίζω] κρέμασμα στη φούρκα, απαγχονισμός νεοελλ. μτφ. εξοργισμός, θυμός, φούρκα …   Dictionary of Greek

  • εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”